- λακτίδιο
- τοχημ. ετεροκυκλική οργανική ένωση, που παράγεται κατά την απόσπαση δύο μορίων νερού από δύο μόρια γαλακτικού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lactide < lact- (< λατ. lac, -tis) + -ide < anhydr-ide, κατ' απόσπαση].
Dictionary of Greek. 2013.